μπουρμάς

μπουρμάς
ο
1. κρουνός, κάνουλα
2. υβριστικός χαρακτηρισμός από τους Τούρκους στην Κρήτη για τους χριστιανούς εξωμότες, επειδή είχαν στριμμένα μουστάκια παρά την τουρκική συνήθεια
3. δειλός, φοβιτσιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. burma < burmak «στρίβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”